- νυκτερεία
- νυκτερεία, ἡ (Α) [νυκτερεύω]κυνήγι που γίνεται κατά τη διάρκεια τής νύχτας, για να συλληφθεί το θήραμα την ώρα τού ύπνου («θήρευσις... τοῑς παρ' ἡμῑν ἀθληταῑς, ὧν ἡ μὲν τῶν εὐδόντων αὖ κατὰ μέρη νυκτερεία», Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.